ξεροκόμματο

ξεροκόμματο
το
1. το ξερό κομμάτι ψωμιού.
2. στον πληθ., ξεροκόμματα περισσέματα του τραπεζιού.
3. μτφ., η χαμηλή αμοιβή εργασίας: Δουλεύει για ένα ξεροκόμματο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεροκόμματο — το 1. κομμάτι ξερού ψωμιού 2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα τα περισσεύματα τού τραπεζιού, τα υπολείμματα τού γεύματος 3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο») …   Dictionary of Greek

  • κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] …   Dictionary of Greek

  • κοψίχη — κοψίχη, ἡ (AM) ξεροκόμματο για τα σκυλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ τού κόπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κοψ α) + ψίχη, μεταπλασμένος τ. τού ψιξ, χός «κομμάτι ψωμιού»] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”